alampasis@gmail.com

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

Τραπεζικά και εξωτραπεζικά επιτόκια. Συμφωνία για τόκους πάνω από τα θεμιτά όρια είναι άκυρη ως προς το υπερβάλλον.


Στόχος  της απελευθέρωσης των τραπεζικών επιτοκίων είναι η - λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών - συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω. Σκοπός, της απελευθέρωσης των τραπεζικών επιτοκίων και του συνακόλουθου ανταγωνισμού, είναι η συμπίεση του κόστους του χρήματος προς όφελος των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα.
Το γεγονός ότι τα πιστωτικά ιδρύματα απολαύουν ειδικών προνομίων από την Πολιτεία, καθώς μέσω αυτών ασκείται η πιστοληπτική πολιτική του Κράτους, δεν νομιμοποιεί αυτά να ασκούν τα δικαιώματά τους υπερβαίνοντας τα ανεκτά όρια που θέτουν τα χρηστά ήθη και οι κοινωνικός σκοπός της θέσπισης των ειδικών αυτών προνομιακών δικαιωμάτων τους. Αλλά αντίθετα τούτα (τα πιστωτικά ιδρύματα) λόγω του θεσμικού τους ρόλου, επιβάλλεται να έχουν ιδιαίτερη ηθική και νομική υποχρέωση σεβασμού των δικαιωμάτων των δανειζόμενων πολιτών ιδίως δε όταν αυτοί έχουν και την ιδιότητα του καταναλωτή κατά τις διατάξεις του Ν 2251/1994.
Η διατήρηση των τραπεζικών επιτοκίων κατά πολύ υψηλότερων των εξωτραπεζικών, φανερώνει ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός δεν λειτουργεί. Προς τούτο η «διορθωτική» παρέμβαση της Δικαιοσύνης, με τη συνεκτίμηση των ευρύτερων συνθηκών και των ισχυόντων εξωτραπεζικών επιτοκίων, νομίμως λειτουργεί συμπληρωματικά προς τον ελεύθερο ανταγωνισμό μεταξύ των Τραπεζών για την πραγματοποίηση του πραγματικού σκοπού της απελευθέρωσης. 
Αφού οι υφιστάμενες νομισματοπιστωτικές συνθήκες, που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό των εξωτραπεζικών επιτοκίων, δεν επιδέχονται υπερβάσεις στις μικρότερες σε έκταση και σημασία εξωτραπεζικές συναλλαγές, δεν μπορούν για μείζονα λόγο να τις ανεχθούν στις τραπεζικές. Η συμφωνία, συνεπώς, για τόκους πάνω από τα κατά τον παραπάνω τρόπο προσδιοριζόμενα θεμιτά όρια είναι άκυρη ως προς το υπερβάλλον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 294 του Αστικού Κώδικα.

Tο επιτόκιο, δηλαδή το ποσοστό με βάση το οποίο προσδιορίζεται συνήθως το ύψος του οφειλόμενου τόκου, προσδιορίζεται είτε με δικαιοπραξία (δικαιοπρακτικό επιτόκιο) είτε από το νόμο (νόμιμο επιτόκιο). Ως νόμιμο επιτόκιο νοείται τόσο το εν στενή εννοία νόμιμο επιτόκιο (άρθρα 301, 529, 547, 665 του Αστικού Κώδικα) όσο και το επιτόκιο υπερημερίας (άρθρο 345 του Αστικού Κώδικα). Εκτός όμως από την παραπάνω διάκριση στις συναλλαγές έχει επικρατήσει και η διάκριση σε «τραπεζικά» και «εξωτραπεζικά» επιτόκια. Ως «τραπεζικά» επιτόκια χαρακτηρίζονται τα πάσης μορφής επιτόκια που συνομολογούνται ή προέρχονται από τραπεζικές συμβάσεις ή τραπεζικές συναλλαγές. Σύμφωνα και με τα άρθρα 293-295 του Αστικού Κώδικα, για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ισχύει παγίως ο διοικητικός προσδιορισμός ενός ανώτατου ορίου επιτοκίων. Ο προσδιορισμός αυτός καθορίζεται και αναπροσαρμόζεται κάθε φορά με Πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ), ύστερα από πρόταση της Νομισματικής Επιτροπής, ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες. Ο προσδιορισμός των τραπεζικών επιτοκίων, μετά την κατάργηση - με το άρθρο 1, του Νόμου 1266/1982 - της Νομισματικής Επιτροπής, περιήλθε αυτοδικαίως στην Τράπεζα της Ελλάδος και πλέον καθορίζονται με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔ/ΤΕ). 

Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 2286/28-01-1994 Πράξη του διοικητού της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔΤΕ), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 1, του Νόμου 1266/1982 σχετικώς με τα καταναλωτικά δάνεια και τα χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών πιστωτικών δελτίων, τα επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα, με την επιφύλαξη όμως των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που τυχόν ισχύουν. Μετά τις ανωτέρω πράξεις επήλθε απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων (πλην του ανώτατου ορίου του επιτοκίου υπερημερίας και ελαχίστων άλλων κατηγοριών χορηγήσεων), τα οποία πλέον θα μπορούσαν να καθορίζουν ελεύθερα οι τράπεζες, στόχος δε της απελευθέρωσης αυτής ήταν η - λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών - συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω. Ο ανταγωνισμός λειτούργησε προς αυτή την κατεύθυνση και εντεύθεν άρχισε από το έτος 1994 η μείωσή τους. 

Το γεγονός ότι τα πιστωτικά ιδρύματα απολαύουν ειδικών προνομίων από την Πολιτεία, καθώς μέσω αυτών ασκείται η πιστοληπτική πολιτική του Κράτους, δεν νομιμοποιεί αυτά να ασκούν τα δικαιώματά τους υπερβαίνοντας τα ανεκτά όρια που θέτουν τα χρηστά ήθη και οι κοινωνικός σκοπός της θέσπισης των ειδικών αυτών προνομιακών δικαιωμάτων τους. Αλλά αντίθετα τούτα (τα πιστωτικά ιδρύματα) λόγω του θεσμικού τους ρόλου, επιβάλλεται να έχουν ιδιαίτερη κατά τις κρατούσες νομισματοπιστωτικές συνθήκες στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της ελληνικής αγοράς και γενικότερο πνεύμα του δικαίου και της ηθικής νομική υποχρέωση σεβασμού των δικαιωμάτων των δανειζόμενων πολιτών ιδίως δε όταν αυτοί έχουν και την ιδιότητα του καταναλωτή κατά τις διατάξεις του Ν 2251/1994.

Και μπορεί μεν, με την υπ’ αρίθμ. 178/19-07-2004 απόφαση της ΕΤΠΘ/ΤΕ να ορίσθηκε ότι τα τραπεζικά επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα και δεν επιτρέπεται κρατική παρέμβαση, ήτοι διοικητικός καθορισμός ανωτάτου ορίου αυτών και μπορούν να υπερβαίνουν το εκάστοτε ισχύον για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, πλην όμως τα Δικαστήρια, ως δικαιοδοτικές (και όχι διοικητικές) αρχές, δεν εμποδίζονται να κρίνουν ανά περίπτωση καταχρηστικό το ύψος του συμφωνημένου επιτοκίου και να περιορίσουν την απαίτηση μειώνοντας αυτό (το συμφωνημένο επιτόκιο) στο ύψος, που κρίνουν μη καταχρηστικό, λαμβάνοντας ως κριτήριο το ύψος του εξωτραπεζικού επιτοκίου και εφαρμόζοντας κατά τα ανωτέρω τη διάταξη του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα και τη διάταξη του άρθρου 2, παράγραφος 6, του Νόμου 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών (ΑΠ 370/2012, ΑΠ 1219/2001 ΔΕΕ 2001/1128, 5885/2013 ΕιρΑθ) και τούτο διότι η απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων αποσκοπούσε, ως προειρήθη, στη λειτουργία του καλουμένου ελεύθερου ανταγωνισμού προς όφελος του δανειολήπτη/καταναλωτή, ήτοι στη μείωση των επιτοκίων. Η διατήρηση, όμως, επιτοκίων κατά πολύ υψηλότερων των εξωτραπεζικών, φανερώνει ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός δεν λειτούργησε ως προσδοκούσε ο νομοθέτης. Προς τούτο η «διορθωτική» παρέμβαση της Δικαιοσύνης, με τη συνεκτίμηση των ευρύτερων συνθηκών και των ισχυόντων εξωτραπεζικών επιτοκίων, νομίμως λειτουργεί συμπληρωματικά προς τον ελεύθερο ανταγωνισμό για την πραγματοποίηση του πραγματικού σκοπού της απελευθέρωσης.

Εντεύθεν, τα εξωτραπεζικά επιτόκια, παρά τον περιορισμό τους στις εξωτραπεζικές συναλλαγές, δεν παύουν να έχουν γενικότερη κοινωνικοοικονομική σημασία και να αφορούν και τις τραπεζικές συμβατικές σχέσεις. Ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος στην ελεύθερη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων είναι η συμπίεσή τους κάτω από τα όρια των εξωτραπεζικών. Σκοπός, της απελευθέρωσης των τραπεζικών επιτοκίων και του συνακόλουθου ανταγωνισμού, είναι η συμπίεση του κόστους του χρήματος προς όφελος των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα. Με την επιδίωξη όμως αυτή δε φαίνεται να συνάδει η πρόβλεψη ανωτάτων ορίων, που λογικά θα δημιουργούσαν τάση διαμόρφωσης επιτοκίων γύρω από τα όρια αυτά. Για αυτό και ο νομοθέτης περιορίστηκε στη σχετική ρύθμιση των εξωτραπεζικών μονάχα επιτοκίων. Έτσι, τα τραπεζικά επιτόκια, ως προϊόντα ελεύθερου ανταγωνισμού δεν μπορεί παρά να αντικατοπτρίζουν την από πλευράς κοινωνικής ηθικής αποδεκτή αναλογία μεταξύ παροχής της τράπεζας και αντιπαροχής (τόκων) του πελάτη, όταν διαμορφώνονται -όπως πράγματι επιδιώκεται - σε επίπεδα κατώτερα των εξωτραπεζικών. Τα εξωτραπεζικά επιτόκια, από το άλλο μέρος, αποτελούν σαφή όρια ανεκτής κερδοσκοπικής τοκοληψίας στα πλαίσια της Εθνικής Οικονομίας, που, παρά τον περιορισμό τους στις εξωτραπεζικές συναλλαγές, δεν παύουν να έχουν γενικότερη κοινωνικοοικονομική σημασία και να αφορούν για αυτό και τις τραπεζικές συμβατικές σχέσεις, όταν αυτές, παρά τις ανταγωνιστικές πιέσεις, διαμορφώνουν υψηλά επιτόκια. Πράγματι, οικονομικά κυρίως δεδομένα, όπως η ύπαρξη και η έκταση του πληθωρισμού, τα διαθέσιμα κεφάλαια στη χρηματαγορά, οι οικονομικοί και άλλοι κίνδυνοι, αποτελούν τις σαφέστερες ενδείξεις του πρόσφορου κάθε φορά για το γενικότερο συμφέρον ύψους επιτρεπτού τόκου σε κάθε είδους συναλλαγή. Έτσι, αφού οι υφιστάμενες νομισματοπιστωτικές συνθήκες, που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό των εξωτραπεζικών επιτοκίων, δεν επιδέχονται υπερβάσεις στις μικρότερες σε έκταση και σημασία εξωτραπεζικές συναλλαγές, δεν μπορούν για μείζονα λόγο να τις ανεχθούν στις τραπεζικές. Η συμφωνία, συνεπώς, για τόκους πάνω από τα κατά τον παραπάνω τρόπο προσδιοριζόμενα θεμιτά όρια είναι άκυρη ως προς το υπερβάλλον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 294 του Αστικού Κώδικα (ΜονΠρΑΘ 716/2005, Σπύρος Ψυχομάνης, Τραπεζικό Δίκαιο, σελ. 118-120).

Έτσι, η συμφωνία για επιτόκια που υπερβαίνουν τα ανώτατα αυτά όρια δεν παύει να απαγορεύεται από το νόμο (άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα, άρθρο 2, παράγραφος 7, περίπτωση ια’ του Νόμου, ΑΠ 1219/2001, ΕφΑθ 5253/2003, ΜονΠρΑΘ 716/2005 Αρμ 2006.1730), έχει δε παγίως, νομολογιακώς κριθεί ότι η καταβολή υπέρμετρων τόκων δεν εξαναγκάζεται δικαστικά (ΕφΑθ 3562/2001 αδημ). Ενόψει των ανωτέρω, γενικός όρος που επιτρέπει στην τράπεζα να καθορίζει εκάστοτε συμβατικό τόκο με τον οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός του πελάτη, είναι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος λόγω αντιθέσεώς του στη διάταξη του άρθρου 2, παράγραφος 7, περίπτωση ια’, του Νόμου 2251/1994, όταν δεν καθορίζονται κριτήρια ειδικά εκ των προτέρων και εύλογα για τον καταναλωτή – πελάτη, η δε ενσωμάτωση υπέρμετρων τόκων στο διατασσόμενο να πληρωθεί κεφάλαιο καθιστά μη εκκαθαρισμένη και μη βέβαιη τη διατασσόμενη να πληρωθεί απαίτηση. Επομένως, η πρακτική της Τράπεζας να επιφυλάσσει στον εαυτό της το δικαίωμα του μονομερούς καθορισμού του ποσοστού του συμβατικού επιτοκίου, χωρίς να θέσει εκ των προτέρων εύλογα κριτήρια για τον οφειλέτη, είναι καταχρηστική.