alampasis@gmail.com

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2017

Επιχειρηματικά δάνεια: Ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση από πρόδηλα σφάλματα της Δικαιοσύνης. Η απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με το ζήτημα, αν ο όρος «καταναλωτής» περιλαμβάνει και εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες, όταν οι τελευταίοι συνάπτουν συμβάσεις για τις επαγγελματικές τους ανάγκες


1. Αναφορικά με το νομικό ζήτημα σχετικά με το αν «καταναλωτής είναι ο τελικός αποδέκτης υπηρεσιών-προϊόντων Τράπεζας, αδιαφόρως αν αυτά προορίζονται για προσωπική ή επαγγελματική χρήση» ή αν «μόνον οι συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ίδιων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή», υφίσταται διάσταση απόψεων τόσο στην εθνική νομολογία όσο και στη θεωρία. Σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη στην νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, η οποία έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την πάγια νομολογία του ΔΕΚ και που αποτελεί την πλειοψηφία των αποφάσεων που εκδόθηκαν, «ουσιαστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό του συμβαλλόμενου, ως καταναλωτή πρέπει να είναι η ερασιτεχνική ιδιότητα του αποδέκτη του αγαθού, ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή. Επομένως, μόνον οι συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο, εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή, ως θεωρούμενο οικονομικούς ασθενέστερο μέρος. Η ηθελημένη από τις διατάξεις αυτές ιδιαίτερη προστασία δεν δικαιολογείται στη περίπτωση συμβάσεων που έχουν ως σκοπό την επαγγελματική δραστηριότητα. (…) εννοιολογικός πυρήνας του ορισμού του καταναλωτή, αποτελεί η μη ικανοποίηση, επαγγελματικών αναγκών με τη σύναψη της σύμβασης. Συνεπώς, ο όρος καταναλωτής περιλαμβάνει και εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες, εφόσον οι τελευταίοι συνάπτουν συμβάσεις για τις ιδιωτικές τους ανάγκες». Πρόκειται για πεπλανημένες αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων που εκδόθηκαν κατά προφανή αντίθεση προς τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
[Η κρατούσα γνώμη όπως αυτή αποτυπώθηκε στις πεπλανημένες αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων, διατυπώθηκε ως εξής: «Καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους. Ωστόσο, η παραπάνω υπερβολικά ευρεία απόδοση της έννοιας του καταναλωτή, οδήγησε στην ανάγκη ερμηνείας αυτής, τόσο από τη θεωρία όσο και από τη νομολογία του ΔΕΚ, αλλά και των εθνικών δικαστηρίων, θεωρώντας ότι επικρατέστερος γενικός ορισμός του καταναλωτή, του αντισυμβαλλόμενου κάθε προμηθευτή, ανεξαρτήτως των παρεχόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, είναι το πρόσωπο που συναλλάσσεται για μη επαγγελματικούς σκοπούς, διότι στα πλαίσια των συναλλαγών αυτών δεν έχει αποκτήσει τις γνώσεις, την εμπειρία και εν γένει την εξειδικευμένη στο αντικείμενο αυτό διαπραγματευτική ικανότητα που έχει ο προμηθευτής, γεγονός που δικαιολογεί την προστασία του από το νόμο. Έτσι, ουσιαστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό του συμβαλλόμενου, ως καταναλωτή πρέπει να είναι η ερασιτεχνική ιδιότητα του αποδέκτη του αγαθού, ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή. Επομένως, μόνον οι συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο, εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή, ως θεωρούμενο οικονομικούς ασθενέστερο μέρος. Η ηθελημένη από τις διατάξεις αυτές ιδιαίτερη προστασία δεν δικαιολογείται στη περίπτωση συμβάσεων που έχουν ως σκοπό την επαγγελματική δραστηριότητα. Έτσι και στις αποφάσεις του ΔΕΚ (που είναι δεσμευτικές για τα κράτη - μέλη υπό τη μορφή της αυθεντικής ερμηνείας - πρωτόκολλο της 3.6.1971 κυρωθέν με το Ν 1814/1988, ΑΠ 1738/2009 ΕλλΔνη (2011),750. ΑΠ 904/2011 Nomos, κοινό χαρακτηριστικό και εννοιολογικός πυρήνας του ορισμού του καταναλωτή, αποτελεί η μη ικανοποίηση, επαγγελματικών αναγκών με τη σύναψη της σύμβασης και όχι η ιδιότητα του συμβαλλόμενου λήπτη των υπηρεσιών ως εμπόρου ή ελεύθερου επαγγελματία. Συνεπώς, ο όρος καταναλωτής περιλαμβάνει και εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες, εφόσον οι τελευταίοι συνάπτουν συμβάσεις για τις ιδιωτικές τους ανάγκες. Μόνον όταν οι επιχειρούμενες από τους ως άνω συναλλαγές συναρτώνται λειτουργικώς με την άσκηση του επαγγέλματός τους, ή είναι βοηθητικές της εμπορικής τους δραστηριότητας [βλ. ΕφΑθ 730/2005 ΕπισκΕΔ (2005),741], δεν τίθεται θέμα προστασίας τους από τις διατάξεις του προμνημονευόμενου νόμου [βλ. ΕφΑθ 3884/2006 ΕλλΔνη (2007),305)]. Προς απόδειξη θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η θέση του προσώπου σε συγκεκριμένη σύμβαση, σε σχέση με τη φύση και το σκοπό αυτής και όχι η υποκειμενική κατάσταση του ιδίου αυτού προσώπου. Έτσι, ένα και το αυτό πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί ως καταναλωτής στο πλαίσιο ορισμένων πράξεων και ως επιχειρηματίας στο πλαίσιο άλλων, πράξεων. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι δεν προστατεύεται κάθε ασθενέστερος συναλλασσόμενος, αλλά μόνον εκείνος που συνάπτει την επίμαχη σύμβαση εκτός του πλαισίου των επαγγελματικών του σχέσεων. Για τη διαπίστωση της συνδρομής της ανωτέρω προϋπόθεσης δεν έχει σημασία η υποκειμενική του κατάσταση (αν λ.χ. το επάγγελμα του είναι άσχετο ή σχετικό με τη συγκεκριμένη σύμβαση), αλλά, εάν μπορεί να θεωρηθεί κατ’ αντικειμενική κρίση, ως επαγγελματίας στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συναλλαγής. Κατά συνέπεια, ο αγοραστής τραπεζικών προϊόντων ή ο αποδέκτης τραπεζικών υπηρεσιών, δεν μπορεί να θεωρηθεί εκ των προτέρων καταναλωτής, αποκλειστικά λόγω του γεγονότος ότι είναι αντισυμβαλλόμενος τράπεζας. Η επίκληση και υπαγωγή στο προνομιακό καθεστώς προστασίας των διατάξεων του καταναλωτικού δικαίου, ιδιωτών επενδυτών, οι οποίοι, με γνώση και εμπειρία της αγοράς και σημαντική οικονομική επιφάνεια, ασχολούνται συστηματικά με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, αποβαίνει καταχρηστική, καθώς οι ανωτέρω συναλλασσόμενοι υπερβαίνουν κατά πολύ το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή και δεν είναι απαραίτητα το αδύναμο μέρος της συγκεκριμένης συναλλαγής. Κατά συνέπεια, μόνον οι συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο, εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή, ως θεωρούμενο οικονομικώς ασθενέστερο μέρος [βλ. ΑΠ 904/2011, ΑΠ 1738/2009, ό.π., ΕφΘεσ 492/2010, ΕφΛαρ 806/2010, ΕφΘεσ 1429/2009, 2788/2009, 317/2009, ΕφΑθ 4682/2008, ΕφΛαρ 114/2007 Nomos, ΕφΑθ 8217/2006 ΔΕΕ 2007,462, ΕφΑθ 6401/2002 ΔΕΕ (2003),412 με τις εκεί παραπομπές σε αποφάσεις του ΔΕΚ, ΕφΠειρ 91/2002 Nomos, ΔΕΚ υποθ. C-269/1995 ΕλλΔνη (39),238, βλ. και Ε. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο προστασίας του καταναλωτή ελληνικό και κοινοτικό, σελ. 34, Φ. Αντωνόπουλου, Τα όρια της προστασίας του αποδέκτη τραπεζικών υπηρεσιών κατά το σύγχρονο καταναλωτικό δίκαιο, ΕλλΔνη (44),333 επ., Α. Κοτσίρη (γνωμ.), Η έννοια του καταναλωτή, ΔΕΕ (2005),1128 και X. Λιβαδά (γνωμ.), Η έννοια του προστατευτέου καταναλωτή σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, ΔΕΕ (2005),1137] ...».].

2. Στις 29/11/2015 υπεβλήθη καταγγελία προς την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων  με θέμα: “Εσφαλμένη «μεταφορά» και ερμηνεία από τα ελληνικά δικαστήρια  της έννοιας του καταναλωτή σε σχέση με τις επαγγελματικές πιστώσεις τραπεζών σε έλληνες δανειολήπτες, όπως η έννοια αυτή ορίζεται  (α) στην Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993, σε εφαρμογή της  οποίας εκδόθηκε ο προϊσχύσας υπ' αριθ. 1961/1991 νόμος περί προστασίας καταναλωτή, στη συνέχεια Ν 2251/1994, μετά την τροποποίηση του με το Ν. 3587/2007 με την προσθήκη, με το άρθρο 1 § 5 του Ν 3587/2007, της περ. ββ στο άρθρο 1 § 4α του Ν 2251/1994 και, (β) στην Σύμβαση των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και της απολύτως ταυτοσήμου περιεχομένου Συμβάσεως του Λουγκάνο”. [βλ. άρθρο μου με τίτλο «Επιχειρηματικά δάνεια: ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση από πρόδηλα σφάλματα της Δικαιοσύνης»]

3. Επειδή το άρθρο 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι φυσικό πρόσωπο που ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου, το οποίο συνάπτει σύμβαση πιστώσεως με τράπεζα, χωρίς να προσδιορίζεται ο σκοπός της πιστώσεως στη σύμβαση αυτή, μπορεί να εκλαμβάνεται ως «καταναλωτής» κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, οσάκις η εν λόγω σύμβαση δεν συνδέεται με την επαγγελματική δραστηριότητα του δικηγόρου αυτού. Η περίσταση ότι για την οφειλή που γεννήθηκε με την ίδια σύμβαση παρασχέθηκε εγγύηση μέσω εμπράγματης ασφάλειας συσταθείσας από το πρόσωπο αυτό υπό την ιδιότητα του εκπροσώπου του δικηγορικού του γραφείου και αφορώσας περιουσιακά στοιχεία προοριζόμενα για την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας του εν λόγω προσώπου, όπως ένα ακίνητο που ανήκει στο γραφείο αυτό, δεν ασκεί συναφώς επιρροή. (ΔΕΕ στην υπόθεση C 110/14, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, που υπέβαλε το Judecătoria Oradea (Ρουμανία), στο πλαίσιο της δίκης Horațiu Ovidiu Costea κατά SC Volksbank România SA.). Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό, «καταναλωτής» είναι κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, στο πλαίσιο των συμβάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της προμνησθείσας οδηγίας, ενεργεί για σκοπό μη εντασσόμενο στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας. Η διατύπωση «ενεργεί για σκοπό μη εντασσόμενο στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας», έχει την έννοια για πρόσωπο που ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου, ότι το ενλόγω πρόσωπο δεν ενεργεί για σκοπό  εντασσόμενο στο πλαίσιο της δικηγορικής του ιδιότητας,  ή της επαγγελματικής δραστηριότητας του Γραφείου του. Όταν ο δικηγόρος συναλλάσσεται με την Τράπεζα, δεν ενεργεί για σκοπό  εντασσόμενο στο πλαίσιο της δικηγορικής του ιδιότητας, ή της επαγγελματικής δραστηριότητας του Γραφείου του, περίπτωση κατά την οποία ο δικηγόρος έχει νομικά την ιδιότητα του καταναλωτή, ακόμη και όταν συμβάλλεται εντός του πλαισίου της παρεπόμενης συμβάσεως της εμπράγματης ασφάλειας προς εγγύηση της εξοφλήσεως του χρέους που δημιουργήθηκε από την κύρια σύμβαση.

[Χαρακτηριστικές είναι οι σκέψεις 24-29 της απόφασης του ΔΕΕ στην υπόθεση C 110/14, Horațiu Ovidiu Costea κατά SC Volksbank România SA.,  τις οποίες παραθέτω κατ’ αντιγραφή:

«24 Όσον αφορά τις υπηρεσίες που παρέχουν δικηγόροι στο πλαίσιο συμβάσεων παροχής νομικών υπηρεσιών, το Δικαστήριο έχει ήδη λάβει υπόψη την ανισότητα μεταξύ «εντολέων-καταναλωτών» και δικηγόρων, η οποία οφείλεται ιδίως στην ασυμμετρία της ενημέρωσης μεταξύ αυτών των αντισυμβαλλομένων (βλ. σκέψη Šiba, C 537/13, EU:C:2015:14, σκέψεις 23 και 24).

25 Η εκτίμηση αυτή δεν είναι, εντούτοις, δυνατόν να αποκλείει τη δυνατότητα να χαρακτηρισθεί ένας δικηγόρος ως «καταναλωτής», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο β΄, της εν λόγω οδηγίας, οσάκις ο δικηγόρος αυτός ενεργεί για σκοπούς άσχετους με την επαγγελματική του δραστηριότητα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Di Pinto, C 361/89, EU:C:1991:118, σκέψη 15).

26 Πράγματι, ο δικηγόρος ο οποίος συνάπτει με φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας σύμβαση η οποία, ελλείψει, ιδίως, σχέσεως με τη δραστηριότητα του δικηγορικού του γραφείου, δεν συνδέεται με την άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου βρίσκεται, έναντι του προσώπου αυτού, στην ασθενέστερη θέση που μνημονεύθηκε στη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως.

27 Σε μια τέτοια περίπτωση, καίτοι ενδεχομένως ευσταθεί ότι ένας δικηγόρος διαθέτει υψηλό επίπεδο ειδικών γνώσεων (βλ. απόφαση Šiba, C 537/13, EU:C:2015:14, σκέψη 23), τούτο δεν επιτρέπει να συναχθεί ότι ο δικηγόρος δεν αποτελεί ασθενές μέρος σε σχέση με έναν επαγγελματία. Συγκεκριμένα, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως, η ασθενέστερη θέση του καταναλωτή έναντι του επαγγελματία, στην αντιμετώπιση της οποίας αποσκοπεί το σύστημα προστασίας που θεσπίζει η οδηγία 93/13, αφορά τόσο το επίπεδο πληροφορήσεως του καταναλωτή όσο και τη δυνατότητά του να διαπραγματευθεί, οσάκις υφίστανται όροι που έχει εκ των προτέρων καταρτίσει ο επαγγελματίας και επί του περιεχομένου των οποίων ο καταναλωτής αυτός δεν μπορεί να ασκήσει επιρροή.

28 Όσον αφορά την περίσταση ότι για την οφειλή που δημιουργήθηκε με την οικεία σύμβαση παρασχέθηκε εγγύηση μέσω εμπράγματης ασφάλειας συσταθείσας από δικηγόρο υπό την ιδιότητα του εκπροσώπου του δικηγορικού του γραφείου και αφορώσας περιουσιακά στοιχεία προοριζόμενα για την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας του εν λόγω δικηγόρου, όπως ένα ακίνητο που ανήκει στο γραφείο αυτό, διαπιστώνεται ότι, όπως ανέφερε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 52 έως 54 των προτάσεών του, τούτη δεν ασκεί επιρροή στην αξιολόγηση περί της οποίας έγινε λόγος στις σκέψεις 22 και 23 της παρούσας αποφάσεως.

29 Πράγματι, η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά τον καθορισμό της ιδιότητας του καταναλωτή ή επαγγελματία του προσώπου που συνήψε την κύρια σύμβαση, ήτοι τη σύμβαση πιστώσεως, και όχι της ιδιότητας του προσώπου αυτού εντός του πλαισίου της παρεπόμενης συμβάσεως, τουτέστιν της εμπράγματης ασφάλειας προς εγγύηση της εξοφλήσεως του χρέους που δημιουργήθηκε από την κύρια σύμβαση. Σε μια υπόθεση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, ο χαρακτηρισμός, ως καταναλωτή ή επαγγελματία, του δικηγόρου στο πλαίσιο της εκ μέρους του συστάσεως της εμπράγματης ασφάλειας δεν είναι δυνατόν, κατά συνέπεια, να καθορίζει την ιδιότητά του στο πλαίσιο της κύριας συμβάσεως πιστώσεως.

Το κείμενο της απόφασης ΔΕΕ στην υπόθεση C 110/14, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, που υπέβαλε το Judecătoria Oradea (Ρουμανία), στο πλαίσιο της δίκης Horațiu Ovidiu Costea κατά SC Volksbank România SA., εδώ ]

[Πρότυπο αγωγής /προτάσεων όπου αναλύεται νομικά η περίπτωση συναλλασσόμενου με την Τράπεζα επαγγελματία (δικηγόρος, έμπορος, κλπ), ο οποίος δεν ενεργεί για σκοπό  εντασσόμενο στο πλαίσιο της επαγγελματικής του ιδιότητας (δικηγορικής, εμπορικής κλπ), περίπτωση κατά την οποία ο επαγγελματίας (δικηγόρος, έμπορος κλπ) έχει νομικά την ιδιότητα του καταναλωτή, εδώ].

4. Εκ της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ και της πάγιας νομολογίας του ΔΕΚ (ενδεικτικά βλ. υπόθεση C 110/14, Horațiu Ovidiu Costea κατά Volksbank România) παρέπεται ότι σε περίπτωση που πρόσωπο συνάπτει σύμβαση πιστώσεως με τράπεζα, η διατύπωση «ενεργεί για σκοπό μη εντασσόμενο στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας», έχει την έννοια για πρόσωπο που ασκεί π.χ. το επάγγελμα του δικηγόρου, ότι το ενλόγω πρόσωπο δεν ενεργεί για σκοπό  εντασσόμενο στο πλαίσιο της δικηγορικής του ιδιότητας, ή της επαγγελματικής δραστηριότητας του Γραφείου του. Δεν εξετάζεται δλδ αν ο δικηγόρος έλαβε την τραπεζική πίστωση με σκοπό την επαγγελματική του δραστηριότητα, ήτοι την ικανοποίηση επαγγελματικών αναγκών με τη σύναψη της σύμβασης, για αγορά επαγγελματικού εξοπλισμού, ούτε εξετάζεται η ερασιτεχνική ή μη - περί τραπεζικών πιστώσεων - ιδιότητα του δικηγόρου ως αποδέκτη του δανείου, ή αν ο δικηγόρος συμβλήθηκε με σκοπό την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών του σε ιδιωτικό επίπεδο, όπως οι πεπλανημένες αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων έκριναν, κατά προφανή αντίθεση προς το ενωσιακό δίκαιο και την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Όταν ο δικηγόρος συναλλάσσεται με την Τράπεζα, δεν ενεργεί για σκοπό εντασσόμενο στο πλαίσιο της δικηγορικής του ιδιότητας, ή της επαγγελματικής δραστηριότητας του Γραφείου του, περίπτωση κατά την οποία ο δικηγόρος έχει νομικά την ιδιότητα του καταναλωτή. Δεν ισχύει το ίδιο όταν ο δικηγόρος συμβάλλεται με δικηγόρο, για υπηρεσίες που παρέχουν δικηγόροι στο πλαίσιο συμβάσεων παροχής νομικών υπηρεσιών, περίπτωση κατά την οποία δεν υπάρχει ανισότητα μεταξύ των συμβαλλομένων  (δικηγόρων) και κανείς τους δεν είναι απαραίτητα το αδύναμο μέρος της συγκεκριμένης συναλλαγής, περίπτωση κατά την οποία οι συμβαλλόμενοι (δικηγόροι) δεν δικαιούνται επίκλησης και υπαγωγής στο προνομιακό καθεστώς προστασίας των διατάξεων του καταναλωτικού δικαίου.

5. Η έννοια του καταναλωτή στη διάταξη του άρθρ. 1 του Ν 2251/1994, είναι διάφορη και ευρύτερη αυτού του άρθρου 3 της οδηγίας 2008/48/ΕΚ για την προστασία των καταναλωτών στις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης. Ο ορισμός αυτός περιλαμβάνει όσους  είναι αποδέκτες υπηρεσιών - προϊόντων Τράπεζας και δεν εξαιρούνται από άλλες διατάξεις, συμπεριλαμβανομένων και όσων επιδιώκουν σκοπούς που είναι σχετικοί με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητά τους και λαμβάνουν πίστωση από Τράπεζα για να καλύψουν τις χρηματικές ανάγκες τους ως τελικοί αποδέκτες υπηρεσιών. Είναι σαφές ότι ο Ν. 2251/1994, καθ' ό μέρος επιτρέπει διεύρυνση της εννοίας του καταναλωτή πέραν του ορίου προστασίας της Συμβάσεως των Λουγκάνο ή της οδηγίας 2008/48/ΕΚ για την προστασία των καταναλωτών (δηλαδή καθ' ο μέρος θεωρεί «καταναλωτή» και τον επαγγελματκώς δρώντα έμπορο ή επαγγελματία τελικό χρήστη κατά την προηγηθείσα ανάλυση),  απηχεί το εθνικό μόνον δίκαιο και κατά τούτο το πρόσωπο λογίζεται και προστατεύεται ως «καταναλωτής» υπό του Ν. 2251/1994. [ΑΠ 1738/2009]

Τούτων δοθέντων, η έννοια του καταναλωτή στη διάταξη του άρθρ. 1 του Ν 2251/1994, με την οποία επιχειρήθηκε η ενσωμάτωση των ουσιαστικών διατάξεων του Κοινοτικού Δικαίου για την προστασία του καταναλωτή είναι διάφορη και ευρύτερη αυτού του άρθρ. 13 των Συμβάσεων του Λουγκάνο και των Βρυξελλών. Παρέπεται από αυτά ότι, μπορεί κάποιος να μην έχει την ιδιότητα του «καταναλωτή» κατά την σύμβαση του Λουγκάνο ή την οδηγία 2008/48/ΕΚ, ούτε κατά το Κοινοτικό Δίκαιο, ενώ έχει την ιδιότητα του καταναλωτή κατά το εσωτερικό δίκαιο, κατ' άρθρ. 1 του Ν 2251/1994 [ΑΠ 1738/2009].


6. Η απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην από 29/11/2015 καταγγελία  με θέμα: “Εσφαλμένη ερμηνεία από τα ελληνικά δικαστήρια της έννοιας του καταναλωτή σε σχέση με τις επαγγελματικές πιστώσεις τραπεζών σε έλληνες δανειολήπτες».

«Με βάση τα στοιχεία που υποβάλατε συμπεραίνουμε ότι προβαίνετε σε καταγγελία επειδή θεωρείτε ότι η έννοια του καταναλωτή στο άρθρο Ι του Νόμου 2251/1994, το οποίο ενσωματώνει τις κύριες διατάξεις της νομοθεσίας της ΕΕ σχετικά με την προστασία των καταναλωτών στην ελληνική νομοθεσία, είναι διάφορη και ευρύτερη από την αντίστοιχη έννοια του κανονισμού Βρυξέλλες Ι και επίσης ευρύτερη από την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας 2008/48/ΕΚ για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης. Στην πρώτη περίπτωση, περιλαμβάνει τα πρόσωπα που αγοράζουν το προϊόν ως τελικοί χρήστες με σκοπό να ικανοποιήσουν επαγγελματικές τους ανάγκες, καθώς η ιδιότητα του τελικού χρήστη αποτελεί επαρκή προϋπόθεση, ενώ στις ενωσιακές νομοθετικές πράξεις o καταναλωτής ορίζεται ως «κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητά του». Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ένα πρόσωπο μπορεί όντως να μην έχει την ιδιότητα του «καταναλωτή» με βάση τον κανονισμό Βρυξέλλες Ι, την οδηγία 2008/48/ΕΚ ή άλλες νομοθετικές πράξεις της ΕΕ, αλλά να έχει την ιδιότητα του καταναλωτή βάσει του ελληνικού εθνικού δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Νόμου 2251/1994. Ωστόσο, αυτό δεν φαίνεται να αντιβαίνει στη ενωσιακή νομοθεσία».

Η απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εδώ.